ισορροπώ
Προφορά
Ετυμολογία
ισορροπώ αρχαία ελληνική ἰσορροπῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ισορροπώ -είς, -εί
✦ βρίσκομαι σε ισορροπία
✦ εξουδετερώνω αντίθετες δυνάμεις, ισοσταθμίζω: οι γυναίκες στήριζαν τα σταμνιά ή τα κοφίνια στο κεφάλι και απομακρύνονταν, ισορροπώντας το φορτίο με το τιθασευμένο λίκνισμα του σώματος (Ρέα Γαλανάκη)
✦ (μτφ. ) ισορροπημένος άνθρωπος, άνθρωπος λογικός, με σωστή κρίση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανισόρροπος
Επιρρήματα
–