θρονιάζω


θρονιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
θρονιάζω μεσαιωνική ελληνική θρονιάζω

Ερμηνεία
ρήμα θρονιάζω

✦ καθίζω
✦ (μέσ.) θρονιάζομαι, κάθομαι άνετα, βολεύομαι σαν να μου ανήκει η θέση δικαιωματικά: ήρθε ακάλεστος, θρονιάστηκε σαν αφέντης, και δε λέει να ξεκουνήσει

Συνώνυμα
καλοκάθομαι, στρογγυλοκάθομαι
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.