θησαυρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
θησαυρίζω αρχαία ελληνική θησαυρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θησαυρίζω
✦ συσσωρεύω, αποταμιεύω
✦ πλουτίζω
✦ (γεν.) αποκομίζω πολύτιμα
✦ (ειδ.) καταρτίζω συλλογή πολύτιμων αντικειμένων ή στοιχείων μελέτης ιδ. φιλολογικής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–