θηρεύτρια Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply θηρεύτριαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/θηρεύτρια.mp3Ετυμολογίαθηρεύτρια αρχαία ελληνική θηρευτής Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο θηρεύτρια ✦ θηλ. θηρεύτρια κυνηγός ✦ (μτφ. ) αυτός που επιδιώκει κάτι με επιμονή Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–