θέρμη
Προφορά
Ετυμολογία
θέρμη αρχαία ελληνική θέρμη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θέρμη
✦ πυρετός: στεφάνι άλικα ρόδα ήταν η θέρμη στο μέτωπό μου ολόγυρα (Άγγ. Σικελιανός)
✦ ελονοσία
✦ (μτφ. ) ζήλος, προθυμία
Συνώνυμα
ζέση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–