επικύρωση
Προφορά
Ετυμολογία
επικύρωση μεταγενέστερη ελληνική ἐπικύρωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επικύρωση
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επικυρώνω, επισημοποίηση: επικύρωση πρακτικών
✦ επιβεβαίωση: επικύρωση πληροφοριών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ακύρωση
Επιρρήματα
–