εξωτερικό
Προφορά
Ετυμολογία
εξωτερικό └ουδ┘ του επιθέτου εξωτερικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εξωτερικό
✦ η εξωτερική όψη προσώπου ή πράγματος, εμφάνιση
✦ το σύνολο των ξένων χωρών, η αλλοδαπή, τα ξένα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–