εξώνηση
Προφορά
Ετυμολογία
εξώνηση μεσαιωνική ελληνική ἐξώνησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξώνηση
✦ εξαγορά, διαφθορά συνειδήσεως με χρήματα
✦ (αστ. δίκ.) συμφωνία κατά την οποία ο πωλητής έχει το δικαίωμα να αγοράσει εκ νέου ό,τι πούλησε σε καθορισμένη προθεσμία με συμφωνημένο τίμημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–