διαστέλλω
Προφορά
Ετυμολογία
διαστέλλω αρχαία ελληνική διαστέλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ διαστέλλω
✦ διανοίγω, πλαταίνω
✦ ξεχωρίζω κάτι από ένα άλλο
✦ αυξάνω τις διαστάσεις, τον όγκο: η θερμότητα διαστέλλει τα σώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
συστέλλω
Επιρρήματα
–