διάστικτος


διάστικτος
Προφορά

Ετυμολογία
διάστικτος διαστίζω

Ερμηνεία
διάστικτος

✦ κ. διάστιχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) ο γεμάτος στίγματα

Συνώνυμα
κατάστικτος, κηλιδωτός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.