διάστημα
Προφορά
Ετυμολογία
διάστημα αρχαία ελληνική διάστημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το διάστημα
✦ ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος, χρονική ή τοπική απόσταση
✦ ο αχανής χώρος στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα: κοσμικό διάστημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–