δημογέροντας
Προφορά
Ετυμολογία
δημογέροντας αρχαία ελληνική δημογέρων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δημογέροντας
✦ εκλεγμένος κοινοτικός άρχοντας επί τουρκοκρατίας με διοικητική και αστυνομική εξουσία
Συνώνυμα
προεστός, πρόκριτος, προύχοντας
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–