δημαγωγός
Προφορά
Ετυμολογία
δημαγωγός αρχαία ελληνική δημαγωγός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η δημαγωγός
✦ πρόσωπο που προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη του λαού με απατηλά μέσα: οι δημαγωγοί μπορούν τότε να σύρουν το λαό στην ανομία και στο έγκλημα και να φέρουνε την αναρχία (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
δημοκόπος, λαοπλάνος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–