δερμόνι


δερμόνι
Προφορά

Ετυμολογία
δερμόνι δέρμα + κατάλ. -όνι

Ερμηνεία
δερμόνι

✦ κόσκινο με μεγάλες τρύπες για τον καθαρισμό των δημητριακών ιδ. του σιταριού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.