δεξιοτέχνισσα
Προφορά
Ετυμολογία
δεξιοτέχνισσα δεξιός + τέχνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο δεξιοτέχνισσα
✦ θηλ. δεξιοτέχνισσα (Κ -χνις, -ιδος) τεχνίτης κ. ιδίως καλλιτέχνης ιδιαίτερα ικανός: δεξιοτέχνης του βιολιού
Συνώνυμα
βιρτουόζος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–