δακτυλιαίος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δακτυλιαίοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δακτυλιαίος.mp3Ετυμολογίαδακτυλιαίος αρχαία ελληνική δακτυλιαῖος Ερμηνεία└επίθετο┘ δακτυλιαίος -α, -ο ✦ αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή πάχος ενός δακτύλου, πρβλ. σπιθαμιαίος Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–