δακτυλιαίος


δακτυλιαίος
Προφορά

Ετυμολογία
δακτυλιαίος αρχαία ελληνική δακτυλιαῖος

Ερμηνεία
επίθετο┘ δακτυλιαίος -α, -ο

✦ αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή πάχος ενός δακτύλου, πρβλ. σπιθαμιαίος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.