δαγκώνω
Προφορά
Ετυμολογία
δαγκώνω μεταγενέστερη ελληνική δακώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δαγκώνω
✦ δαγκάνω
✦ (μέσ.) δαγκώνομαι, μένω άφωνος, κρατιέμαι να μη μιλήσω
✦ φρ. δάγκωσε τη γλώσσα σου, μην προκαλείς το κακό, μη λες δυσοίωνα πράγματα: δάγκωσε τη γλώσσα σου! Όλα τ’ ακούει ο Παντοδύναμος (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–