δάδα Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply δάδαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/δάδα.mp3Ετυμολογίαδάδα αρχαία ελληνική δάς Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η δάδα ✦ κομμάτι ξύλου ρητινωμένου, που ανάβει εύκολα, δαδί ✦ (μτφ. ) μέσο διαφωτισμού, μεταλαμπαδεύσεως ιδεών Συνώνυμαδαυλός, πυρσός Αντίθετα–Επιρρήματα–