δέομαι
Προφορά
Ετυμολογία
δέομαι αρχαία ελληνική δέομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ δέομαι
✦ έχω ανάγκη, χρειάζομαι: δέονται χρημάτων
✦ ικετεύω, προσεύχομαι: οι χριστιανοί ιερείς μεγαλοφώνως για την ψυχή του νέου δέονταν (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–