γλίνα
Προφορά
Ετυμολογία
γλίνα μεταγενέστερη ελληνική γλίνη (= λαδερή λάσπη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γλίνα
✦ λιπαρή ουσία, που βγαίνει από ζωικό λίπος ύστερα από βρασμό
✦ στρώμα λίπους στην επιφάνεια φαγητού ή στα τοιχώματα μαγειρικού σκεύους
✦ λεκές από λίπος ή άλλη ρυπαρή ουσία: τα ρούχα του ήταν όλο λεκέδες από κρασιά και χοιρινή γλίνα (Ν. Καζαντζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–