γλείφω


γλείφω
Προφορά

Ετυμολογία
γλείφω μεσαιωνική ελληνική γλείφω

Ερμηνεία
ρήμα γλείφω

✦ δοκιμάζω κάτι με τη γλώσσα
✦ σέρνω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι
(μτφ. ) κολακεύω δουλικά
(μτφ. ) αγγίζω απαλά: το κύμα έγλειφε τις πέτρες
✦ (μέσ.) γλείφομαι, σέρνω τη γλώσσα μου στα χείλη
✦ (κ. μτφ.) λιχουδεύομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.