γκλίτσα
Προφορά
Ετυμολογία
γκλίτσα αγκυλίτσα, υποκοριστικό του αγκύλη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η γκλίτσα
✦ ποιμενικό ραβδί: οι τσομπάνοι με τις μακριές τους γκλίτσες και τα τσομπανόσκυλά τους (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–