γκλάβα


γκλάβα
Προφορά

Ετυμολογία
γκλάβα └σλαβ┘ glava

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γκλάβα

✦ το κεφάλι, ο νους: φρ. δεν κόβει η γκλάβα του (είναι χοντροκέφαλος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.