γιατρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
γιατρεύω μεσαιωνική ελληνική γιατρεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ γιατρεύω
✦ θεραπεύω: ο γιατρός τού είπε πως χωρίς άλλο θα γιατρεύονταν (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) ανακουφίζω, καταπραΰνω ψυχικό πάθος: δεν μπορεί να γιατρέψει τους καημούς του
✦ (μτφ. για πράγμ.) διορθώνω, επισκευάζω κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–