βοήθεια


βοήθεια
Προφορά

Ετυμολογία
βοήθεια αρχαία ελληνική βοήθεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η βοήθεια

✦ υπεράσπιση, ενίσχυση απειλούμενου ή ευρισκόμενου σε δύσκολη θέση
✦ ηθικό ή υλικό μέσο συνδρομής

Συνώνυμα
επικουρία, συνδρομή, συμπαράσταση
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.