βιτρίνα
Προφορά
Ετυμολογία
βιτρίνα └γαλλ┘ vitrine
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η βιτρίνα
✦ υαλόφρακτη προθήκη καταστήματος
✦ είδος επίπλου που κλείνει με γυάλινα φύλλα ή ράφι με γυάλινο κάλυμμα
✦ (μτφ. ) καθετί το κατ’ επιφάνεια εντυπωσιακό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–