βίωμα
Προφορά
Ετυμολογία
βίωμα βιόω -ῶ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το βίωμα
✦ ό,τι έζησε κανείς, προσωπική εμπειρία: το έργο του περιέχει, κυρίως, βιώματα
✦ ό,τι από τη ζωή παραμένει υποσυνείδητα στην ψυχή του ατόμου και μπορεί να κατευθύνει συναισθήματα και αντιλήψεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–