βιταλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
βιταλισμός └γαλλ┘ vitalisme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο βιταλισμός
✦ φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία τα βιολογικά φαινόμενα οφείλονται σε ζωτική δύναμη (vis vitalis) με προκαθορισμένη σκοπιμότητα που ξεφεύγει από την επιστημονική ανάλυση και την εργαστηριακή έρευνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–