βαραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
βαραίνω αρχαία ελληνική βαρύνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ βαραίνω
✦ πιέζω με το βάρος μου
✦ κάνω κάτι βαρύτερο
✦ ενοχλώ, κουράζω, στενοχωρώ: πίστεψε πως με βαραίνει ο λόγος τούτος που θα πω (Άγγ. Σικελιανός)
✦ επιβαρύνω
✦ (αμτβ.) γίνομαι βαρύτερος: τρώει πολύ και βάρυνε
✦ κλίνω, γέρνω
✦ (μτφ. ) έχω βάρος, υπολογίζομαι: η γνώμη μου βαραίνει
✦ (για άρρωστο) χειροτερεύω: τις τελευταίες μέρες βάρυνε και τον έχουν πια ξεγραμμένο
✦ (για ηλικιωμένο) εξασθενίζω, καταβάλλομαι: τα χρόνια βαραίνουν πολύ στο κάτασπρο κεφάλι του (Ηλ. Βενέζης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ελαφραίνω ,ελαφρώνω
Επιρρήματα
–