βάρυπνος


βάρυπνος
Προφορά

Ετυμολογία
βάρυπνος βαρύς + ύπνος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βάρυπνος -η, -ο

✦ που κοιμάται βαριά: κι οι λιγοστοί που απομένουν βάρυπνοι, πετιούνται ξαφνισμένοι (Κ. Παλαμάς)
✦ που ξύπνησε βαρύς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
βάρυπνα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.