βάρβαρος


βάρβαρος
Προφορά

Ετυμολογία
βάρβαρος αρχαία ελληνική βάρβαρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ βάρβαρος -η, -ο

✦ αλλόγλωσσος, αλλόφυλος
✦ απολίτιστος, απαίδευτος, αγροίκος
✦ βάναυσος, σκληρός

Συνώνυμα
σκαιός, τραχύς, ωμός
Αντίθετα
πολιτισμένος, καλλιεργημένος, εξελιγμένος ,ήμερος, ευγενικός, μαλακός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.