αυχμηρός
Προφορά
Ετυμολογία
αυχμηρός αρχαία ελληνική αὐχμηρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αυχμηρός -ή, -ό
✦ άνυδρος: αυχμηρή ερημιά
✦ (μτφ. ) ξερός, ακαλαίσθητος, δυσνόητος: αυχμηρό ύφος – ανακαλύψαμε μερικούς αυχμηρούς φιλοσοφικούς όρους (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αυχμηρώς