απουσία
Προφορά
Ετυμολογία
απουσία αρχαία ελληνική ἀπουσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η απουσία
✦ η κατάσταση του απόντος, η μη παρουσία: ύστερα από χρόνια στα ξένα απουσία (Σ. Σκίπης)
✦ ο χρόνος της μη παρουσίας
✦ (ειδ.) μη προσέλευση σπουδαστή ή υπαλλήλου στο μάθημα ή την εργασία
✦ ανυπαρξία, έλλειψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ύπαρξη
Επιρρήματα
–