αποφατισμός
Προφορά
Ετυμολογία
αποφατισμός απόφημι (=αρνούμαι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αποφατισμός
✦ όρος της θεολογίας κατά τον οποίο η γνώση του Θεού επιτυγχάνεται μέσω της αρνήσεως και όχι με τις νοησιαρχικές και ορθολογιστικές διαδικασίες του φιλοσοφικού στοχασμού, και η θεογνωσία είναι μυστική εμπειρία που κατακτάται με την πίστη: αποφατισμός είναι η άρνηση να εξαντλήσουμε την αλήθεια στη διατύπωσή της, άρνηση να ταυτίσουμε τη γνώση της αλήθειας με μόνη την κατανόηση της λογικής της εξαγγελίας (Χρ. Γιανναράς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–