αποτύφλωση
Προφορά
Ετυμολογία
αποτύφλωση αρχαία ελληνική ἀποτύφλωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποτύφλωση
✦ πλήρης τύφλωση
✦ (μτφ. ) ανικανότητα λογικής σκέψης: η αποτύφλωση που προκάλεσε ο κομματικός φανατισμός έφερε την διάλυση στο δημόσιο τομέα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–