αποτύπωση
Προφορά
Ετυμολογία
αποτύπωση μεταγενέστερη ελληνική ἀποτύπωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποτύπωση
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποτυπώνω
✦ (ειδ.) λεπτομερής σχεδιαστική παρουσίαση ενός οικοδομήματος, τοπογραφική παράσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–