απορρίπτω
Προφορά
Ετυμολογία
απορρίπτω αρχαία ελληνική ἀπορρίπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απορρίπτω
✦ ρίχνω κάτι μακριά
✦ δεν αποδέχομαι, αρνιέμαι να δεχτώ: απέρριψαν την πρόταση που τους έκανα
✦ (ειδ.) δεν εγκρίνω την προαγωγή σπουδαστή ή την εισδοχή του σε ανώτερη σχολή
✦ (παθ.) απορρίπτομαι, δε γίνομαι δεκτός
Συνώνυμα
αποκρούω
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–