απορρυπαντικός


απορρυπαντικός
Προφορά

Ετυμολογία
απορρυπαντικός αρχαία ελληνική ρ. ἀπορρυπαίνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ απορρυπαντικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην απορρύπανση
✦ το ουδ. απορρυπαντικό ως ουσ., ουσία που συντελεί στον καθαρισμό διάφορων αντικειμένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.