αντεπίδειξη


αντεπίδειξη
Προφορά

Ετυμολογία
αντεπίδειξη αντεπιδεικνύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αντεπίδειξη

✦ επίδειξη που γίνεται σε απάντηση άλλης επιδείξεως: στην επίδειξη πλούτου αντέδρασε με αντεπίδειξη γνώσεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.