ανθός
Προφορά
Ετυμολογία
ανθός άνθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ανθός
✦ άνθος
✦ το σύνολο των λουλουδιών ενός φυτού: ή ως πέφτει ανθός μηλιάς σε πράον αγέρι (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (μτφ. ) ακμή
✦ παρθενία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–