ανθοπώλισσα


ανθοπώλισσα
Προφορά

Ετυμολογία
ανθοπώλισσα μεταγενέστερη ελληνική ἀνθοπώλης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ανθοπώλισσα

✦ θηλ. ανθοπώλισσα (Κ -πώλις, -ιδος) ο πωλητής λουλουδιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.