αναπαραγωγή


αναπαραγωγή
Προφορά

Ετυμολογία
αναπαραγωγή από το ρ. αναπαράγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναπαραγωγή

✦ νέα ή συνεχής παραγωγή όμοιων πραγμάτων: τυπογραφική αναπαραγωγή
✦ πολλαπλασιασμός, διαιώνιση του είδους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.