αναλόγιο
Προφορά
Ετυμολογία
αναλόγιο ανάλογος
Ερμηνεία
αναλόγιο
✦ (Κ αναλόγιον) εκκλησιαστικό, λειτουργικό έπιπλο με δύο ή περισσότερες επικλινείς επιφάνειες, που χρησιμεύει για την τοποθέτηση των βιβλίων των ψαλτών
✦ ξύλινο ή μεταλλικό έπιπλο για την τοποθέτηση βιβλίων ή τετραδίων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–