ακινητοποίητος
Προφορά
Ετυμολογία
ακινητοποίητος ἀ στερητικό + κινητοποιώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακινητοποίητος -η, -ο
✦ που δεν κινητοποιήθηκε, δεν τέθηκε σε κίνηση: σ’ όλη την προεκλογική περίοδο ο κομματικός μηχανισμός παρέμενε ακινητοποίητος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–