ακινητώ
Προφορά
Ετυμολογία
ακινητώ ακίνητος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ακινητώ -είς, -εί
✦ μένω σε ακινησία, αδρανώ: ακινητούσαν και σώπαιναν, περιμένοντας τη μοιραία στιγμή (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) επιβάλλω ακινησία, ακινητοποιώ: δεν κατάφεραν όμως ποτέ να ακινητήσουν κάπου τη μυστηριακή πράξη της λυρικής δημιουργίας (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–