ακελάδητος
Προφορά
Ετυμολογία
ακελάδητος ἀ στερητικό + κελαδώ – κελαηδώ
Ερμηνεία
ακελάδητος
✦ κ. ακελάηδητος, -η, -ο επίθ. που δεν κελάηδησε ή δεν ήρθε η ώρα του να κελαηδήσει: καρδερίνα ακελάηδητη
✦ (μτφ. ) που δεν υμνήθηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ακελά(η)δητα