αδιάλλακτος


αδιάλλακτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδιάλλακτος αρχαία ελληνική ἀδιάλλακτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδιάλλακτος -η, -ο

✦ που δε συμφιλιώνεται, που αρνιέται κάθε συμβιβασμό

Συνώνυμα
άκαμπτος, ανένδοτος, ασυμβίβαστος
Αντίθετα
διαλλακτικός, μετριοπαθής
Επιρρήματα
αδιάλλακτα (Κ αδιαλλάκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.