αδερφοκτόνος
Προφορά
Ετυμολογία
αδερφοκτόνος μεταγενέστερη ελληνική ἀδελφοκτόνος
Ερμηνεία
αδερφοκτόνος
✦ κ. αδερφοκτόνος, -ος, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) φονιάς αδελφού ή αδελφών του
✦ η λ. κ. για εμφύλιο πόλεμο: ο αδερφοκτόνος πόλεμος έχει κιόλας ανάψει, ο αδερφός θα σκοτώσει τον αδερφό (Β. Μοσκόβης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–