αδείλιαστος


αδείλιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδείλιαστος ἀ στερητικό + δειλιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδείλιαστος -η, -ο

✦ ο άφοβος, που δε δειλιάζει ή δε δείλιασε

Συνώνυμα

Αντίθετα
δειλιασμένος
Επιρρήματα
αδείλιαστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.